προσφυεῖς

προσφυεῖς
προσφύω
cause to grow to
aor subj pass 2nd sg (epic)
προσφυής
firmly attached by growth
masc/fem acc pl
προσφυής
firmly attached by growth
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσφυείς — προσφύω cause to grow to aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφυής — ές, ΝΜΑ [προσφύω] 1. ο φύσει συνενωμένος, δηλ. προσαρμοσμένος, σε κάτι («ὄνυχες προσφυεῑς τῇ σαρκί», Αδάμ.) 2. αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος («τοῑς πράγμασι προσφυὴς λέξις», Διον. Αλ.) αρχ. 1. προσκολλημένος σε κάτι 2. αχώριστος από κάποιον 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”